- ανεπερώτητος
- ἀνεπερώτητος, -ον (Μ)αυτός για τον οποίο δεν έχει επέλθει επερώτησις, συμφωνία (κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεπερώτητος — not asked for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπερώτητον — ἀνεπερώτητος not asked for masc/fem acc sg ἀνεπερώτητος not asked for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπερώτητοι — ἀνεπερώτητος not asked for masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)